Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοστέγη — η, και ψευδόστεγο, το, Ν αρχιτ. στέγη που καλύπτει την κανονική στέγη κτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στέγη] … Dictionary of Greek